τευκτικός

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευκτικός Medium diacritics: τευκτικός Low diacritics: τευκτικός Capitals: ΤΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: teuktikós Transliteration B: teuktikos Transliteration C: tefktikos Beta Code: teuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to attain to, ἀγαθοῦ Arist.EN1142b22; τῶν τελῶν Phld.Rh.1.53 S.: Comp. -ώτερος ib.145 S.

German (Pape)

[Seite 1101] gewöhnlich erreichend, erlangend, τινός, Arist. eth. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τευκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐπιτύχῃ, τοῦ ἀγαθοῦ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d’obtenir.
Étymologie: τεύχω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεύχω
ο ικανός να επιτύχει κάτι.

Greek Monotonic

τευκτικός: -ή, -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τευκτικός: способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.).

Middle Liddell

τευκτικός, ή, όν τυγχάνω
able to gain, τινός Arist.