χαλκεία

From LSJ
Revision as of 23:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεία Medium diacritics: χαλκεία Low diacritics: χαλκεία Capitals: ΧΑΛΚΕΙΑ
Transliteration A: chalkeía Transliteration B: chalkeia Transliteration C: chalkeia Beta Code: xalkei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b.    II smithy, forge, HeroBel.98.3.

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, das Schmieden, die Schmiedekunst, Plat. Conv. 197 b Prot. 324 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, ars ferraria, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τεκτονικὴ (ἡ τέχνη τοῦ τέκτονος, τοῦ ξυλουργοῦ), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 197Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du forgeron.
Étymologie: χαλκεύς.

Greek Monolingual

ἡ, Α χαλκεύω
1. η τέχνη του σιδηρουργού, η χαλκευτική
2. το χαλκείο, το σιδηρουργείο.

Greek Monotonic

χαλκεία: ἡ, η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονικήτέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεία: ἡ кузнечное мастерство Plat.

Middle Liddell

χαλκεία, ἡ,
smith's work, opp. to τεκτονική (joiner's work), Plat.