χασμέομαι
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
A = χασμάομαι, εἰς ταύταν χασμεύμενος Theoc.4.53.
German (Pape)
[Seite 1340] ion. u. poet. = χασμάομαι, εἴς τι Thuc. 4, 53.
Greek (Liddell-Scott)
χασμέομαι: χασμάομαι, εἴς τι, βλέπων τι, Θεόκρ. 4. 53.
Greek Monotonic
χασμέομαι: = χασμάομαι, μτχ. χασμεύμενος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
χασμέομαι: ион. = χασμάομαι.