χρυσοτέκτων
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A goldsmith, AP6.92 (Phil.), Luc.Lex.9.
German (Pape)
[Seite 1382] ονος, ὁ, Goldarbeiter; Philp. Thess. 16 (VI, 92); Luc. Lex. 9.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτέκτων: -ονος, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ἀνθ. Π. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
ouvrier qui travaille l’or.
Étymologie: χρυσός, τέκτων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
χρυσοχόος («Χαιρέας ὁ χρυσοτέκτων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].
Greek Monotonic
χρῡσοτέκτων: -ονος, ὁ, χρυσοχόος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοτέκτων: ονος ὁ золотых дел мастер Luc., Anth.