λωβήτωρ

From LSJ
Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβήτωρ Medium diacritics: λωβήτωρ Low diacritics: λωβήτωρ Capitals: ΛΩΒΗΤΩΡ
Transliteration A: lōbḗtōr Transliteration B: lōbētōr Transliteration C: lovitor Beta Code: lwbh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,    A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.

Greek Monolingual

λωβήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
λωβητήρ, βλαβερός, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ, νική-τωρ)].

Greek Monotonic

λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λωβήτωρ: ορος ὁ Anth. = λωβητήρ.

Middle Liddell

λωβήτωρ, ορος, = λωβητήρ, Anth.]