μικκύλος
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
[ῠ], Dim. of μικρός, Mosch.1.13.
German (Pape)
[Seite 183] dim. zu μικκός, dor., Mosch. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
μικκύλος: [ῠ], ὑποκορ. τοῦ μικρός, Μόσχ. 1. 13.
Greek Monolingual
μικκύλος, -ον (Α)
υποκορ. του μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + υποκορ. κατάλ. -ύλος, πρβλ. ερωτ-ύλος].
Greek Monotonic
μικκύλος: [ῠ], υποκορ. του μικρός, σε Μόσχ.
Middle Liddell
[Dim. of μικρός, Mosch.]