παρηόριος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it
A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
παρηόριος: -α, -ον, ἴδε τὸ ἐπόμ.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α παρήορος
ο παρήορος.
Greek Monotonic
παρηόριος: -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ.
Middle Liddell
παρ-ηόριος, η, ον = παρήορος III., Anth.]