Παλληνεύς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.
Greek Monolingual
Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).
Russian (Dvoretsky)
Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.
Middle Liddell
Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.