πατρονομία

From LSJ
Revision as of 08:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρονομία Medium diacritics: πατρονομία Low diacritics: πατρονομία Capitals: ΠΑΤΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: patronomía Transliteration B: patronomia Transliteration C: patronomia Beta Code: patronomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A paternal government, Luc.Dem.Enc.12.    II office of πατρονόμος, at Sparta, IG5(1).311, al.; ἡ θεοῦ Λυκούργου π. ib.541.17.

German (Pape)

[Seite 536] ἡ, die Regierung eines πατρονόμος, Herrschaft des Familienvaters, Luc. Dem. enc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

πατρονομία: ἡ, πατρικὴ κυβέρνησις, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρονόμου ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1341, 1356.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autorité ou direction paternelle.
Étymologie: πατρονόμος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πατρονόμος
1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση
2. το αξίωμα, η υπηρεσία του πατρονόμου.

Greek Monotonic

πατρονομία: ἡ, πατρική εξουσία, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρονομία -ας, ἡ [πατήρ, νόμος] patriarchaal gezag.

Russian (Dvoretsky)

πατρονομία: ἡ отцовское управление, власть отца Luc.

Middle Liddell

πατρονομία, ἡ,
paternal government, Luc.