ωμικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό, Ν ώμος
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίοςωμικός θόλος»)
2. φρ. «ωμική ζώνη»
ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. (για ηλεκτρικό φαινόμενο ή μέγεθος) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική πτώση»)
2. φρ. «ωμική αντίσταση»
φυσ. ηλεκτρική αντίσταση κατά μήκος της οποίας, όταν το κύκλωμα διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, απελευθερώνεται ενέργεια με τη μορφή θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με βάση τον νόμο του Τζάουλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ohmic < [Georg Simon] Ohm, όν. Γερμανού φυσικού].