πήρωμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό,
A mutilated or imperfect animal, opp. τέλειον, Arist.de An.415a27, 432b22, Metaph.1034b4. II = πήρωσις, Id.GA746b32, Gal.UP14.6.
German (Pape)
[Seite 611] τό, eine Lähmung, Verstümmelung an den Gliedern oder Sinnenwerkzeugen, Arist. metaph. 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πήρωμα: τό, πηρώματα = ἀτελῆ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τέλεια, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9., 3. 9, 9. ΙΙ. = πήρωσις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 9, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16.
Greek Monolingual
τὸ, Α πηρώ
1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο
2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία.
Russian (Dvoretsky)
πήρωμα: ατος τό
1) увечное существо, урод Arst.;
2) отклонение от нормы, ненормальность Arst.