Μίθρας
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ου, ὁ, Mithras, X.Cyr.7.5.53, Str.15.3.13, IG14.996, al., Porph.Antr.6, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μίθρας: -ου, ὁ, ὁ παρὰ Πέρσαις θεὸς Ἥλιος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 53, Στράβ. 732· συχν. ἐν ἐπιγραφ. τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6008 κἑξ· ― Μιθράκινα (ἐξυπακ. ἱερά), τά, Στράβ. 530.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Mithras :
1 dieu-soleil chez les Perses;
2 n. d’h.
Greek Monolingual
Μίθρας, ὁ (Α)
θεός του φωτός, της δικαιοσύνης, της διαλαγής και του πολέμου.
Greek Monotonic
Μίθρας: -ου, ὁ, Μίθρας, περσική ηλιακή θεότητα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
Μίθρας: и Μίθρης, ου ὁ Митра (древнеперсидский бог солнца) Xen. etc.