ιατροχημικός

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατροχημεία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιατροχημικός
α) γιατρός και χημικός συγχρόνως
β) γιατρός που εφαρμόζει τα πορίσματα της χημείας για θεραπευτικούς σκοπούς
γ) γιατρός που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iatrochemical ή iatrochemist < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chemical (πρβλ. χημικός, -ή, -ό) ή + chemist (πρβλ. χημικός)].