ἱκέσιος

Revision as of 14:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

English (LSJ)

α, ον, or ος, ον (v. infr.),

   A of or for suppliants, epith. of Zeus, their protector, A.Supp. 616, S.Ph.484, E.Hec.345, SIG929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, IG12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.Pisc.3; ἱκεσία Θέμις Διός A.Supp. 360 (lyr.).    2 of or consisting of suppliants, παρθένων ἱ. λόχος Id.Th.111 (lyr.).    3 suppliant, ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.Ph.495; ἱκεσίαν . . προστροπάν E.Heracl.108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.Supp. 102; ἱκεσίᾳ χερί ib.108; ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.Ant.1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.Med.710: ἱκέσιος, ὁ, as Subst., suppliant, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).    II ἡ Ἱκέσιος (sc. ἔμπλαστρος), name of a plaster, Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.]

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέσιος: -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· ὡσαύτως, ἱκεσία Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. ἱκετήσιος, ἵκτιος. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. λόχος Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) ἱκετευτικός, ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. Ἡρακλ. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ αὐτόθι 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν αὐτόθι 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε λίσσομαι Σοφ. Ἀντιγ. 1290· ἱκεσία τε γίγνομαι Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;
2 protecteur des suppliants;
3 suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.

Greek Monolingual

-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) ικέτης
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.ἱκεσία
ικέτευμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.

Greek Monotonic

ἱκέσιος: [ῐ], -α, -ον ή -ος, -ον,
1. (ἱκέτης) = ἱκετήσιος, σε Τραγ.
2. αυτός που αναφέρεται ή αποτελείται από ικέτιδες, σε Αισχύλ.
3. ικετευτικός, λέγεται για δεήσεις, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκέσιος: и 2 (ῐκ)
1) просительный, умоляющий, молящий (παρθένων λόχος Aesch.; λιταί Soph.; προστροπή Eur.): ἱκεσίᾳ χερί Eur. умоляюще простирая руки; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. я молю тебя; ἱκεσία γίγνομαι Eur. умоляю;
2) покровительствующий просящим (Ζεύς Aesch., Soph.; Θέμις Aesch.; θεός Arst.).

Middle Liddell

ἱ˘κέσιος, η, ον ἱκέτης
1. = ἱκετήσιος, Trag.
2. of or consisting of suppliants, Aesch.
3. suppliant, of prayers, Soph., Eur.; of persons, Soph., Eur.