οπισθότονος

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθότονος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος
γενικευμένη σύσπαση τών μυών του σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια της οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη δηλητηρίαση από στρυχνίνη, στην ενδοκράνια υπέρταση και στην υστερία
αρχ.
1. ο προς τα πίσω τεντωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. η οπισθοτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -τονος (< τείνω), πρβλ. μονότονος].