μοναξός
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μοναξός, -όν)
μόνος
μσν.
1. μοναδικός
2. απομονωμένος
3. ερημικός, απόμερος τόπος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά
ερημικός τόπος, ερημιά
5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» — ολομόναχος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά
α) μοναχικά, χωρίς συνοδεία
β) ιδιαίτερα, παράμερα, κατ' ιδίαν
3. μόνον, μονάχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. μονάξ + κατάλ. -ος, κατά το διξός (πρβλ. μοναξιά)].