κύλον

From LSJ
Revision as of 10:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλον Medium diacritics: κύλον Low diacritics: κύλον Capitals: ΚΥΛΟΝ
Transliteration A: kýlon Transliteration B: kylon Transliteration C: kylon Beta Code: ku/lon

English (LSJ)

τό,    A v. κύλα.

German (Pape)

[Seite 1529] s. κύλα.

Greek (Liddell-Scott)

κύλον: τό, ἴδε κύλα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.

Greek Monolingual

κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.

Russian (Dvoretsky)

κύλον: τό нижнее веко (ср. κυλοιδιάω).