άκαινα
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Greek Monolingual
ἄκαινα, η (AM)
1. μυτερό όργανο, βουκέντρα
2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια
μσν.
μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία
αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και μονάδα μετρήσεως μήκους, από όπου μετά δήλωσε και μονάδα μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά είναι οι λ. αρχ. κάλαμος, λατ. pertica, γαλλ. perche, οι οποίες δηλώνουν επίσης μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ ρίζα
ακ- «αιχμηρός, οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με -ν- ak-n-∂2 < ἀκαν-ια > ἄκαινα, με επένθεση. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].