συγκληρία
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, in pl.,
A connections, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] verbinding, connectie.