Ἰουλώ
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
[ῐ], οῦς, ἡ,
A goddess of sheaves, epith. of Demeter, Semus 19; cf. ἴουλος 11.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰουλώ: -οῦς, ἡ, ἡ θεὰ τῶν ἰούλων, δεματίων, ἡ Δημήτηρ, ἴδε ἴουλος ΙΙ.
Greek Monolingual
Ἰουλώ, ἡ (Α) ίουλος
(επίθ. της Δήμητρας) η θεά τών δεματιών, τών σταχιών.