Ὠγύγιος

From LSJ
Revision as of 17:24, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὠγύγιος Medium diacritics: Ὠγύγιος Low diacritics: Ωγύγιος Capitals: ΩΓΥΓΙΟΣ
Transliteration A: Ōgýgios Transliteration B: Ōgygios Transliteration C: Ogygios Beta Code: *)wgu/gios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, A. Th.321 (lyr.), but in Trag. mostly ος, ον:—

   A Ogygian, of or from Ogyges, a mythical king of Attica: hence generally, primeval, primal, Στυγὸς ὕδωρ Hes.Th.806; ὠ. πῦρ Emp. 84.7; Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν Pi.N.6.44 (ὠγυγίοι' Bgk.); τὰς ὠ. Θήβας A.Pers.37 (anap.), cf. S.OC1770 (anap.); τὰς ὠ. Ἀθάνας A.Pers.975 (lyr.), cf. Th.l.c.; γᾶς ὑπο κεύθεσιν ὠ. Id.Eu.1036 (lyr.); σὲ . . τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον from earliest ages, S.Ph.142 (lyr.).    2 gigantic, Hld.10.25.

Greek (Liddell-Scott)

Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον, Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 321, ἀλλὰ παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ος, ον· ὁ ἐκ τοῦ Ὠγύγου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὤγυγον, βασιλέα τῆς Ἀττικῆς κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους· ἐντεῦθεν καθόλου, παμπάλαιος, πανάρχαιος, προαιώνιος, Στυγὸς ὕδωρ Ἡσ. Θεογ. 806· ὠγ. πῦρ Ἐμπεδ. 226· Φλειοῦντος ὑπ᾿ ὠγυγίοις ὄρεσιν Πινδ. Ν. 6.· 74· τὰς ὠγ. Θήβας, τὰς ὠγ. Ἀθήνας Αἰσχύλ. Πέρσ. 37, 974, πρβλ. ἐπὶ Θήβ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εὐμ. 1036, Σοφ. Ο. Κ. 1770· σὲ τόδ᾿ ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 142.

Greek Monotonic

Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, πανάρχαιος, παμπάλαιος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· τὰς ὠγυγίας Θήβας, τὰς ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Ὠγύγιος: и 2 досл. огигов, восходящий к временам Огига, перен. древнейший, извечный (Στυγὸς ὕδωρ Hes.; Φλιοῦντος ὄρεα Pind.; Θῆβαι Aesch., Soph.; τὸ κράτος Soph.).

Middle Liddell

Ὠγύ˘γιος, η, ον
Ogygian, of or from Ogyges, an Attic king of mythical times; hence generally primeval, primal, Hes., Pind.; τὰς ὠγ. Θήβας, τὰς ὠγ. Ἀθήνας Aesch.