ολιγότητα
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
η (Α ὀλιγότης, -ητος) ολίγος
1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο
2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῖ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για χρόνο) βραχύτητα
2. (για φωνή) αδυναμία.