παχυστομία

From LSJ
Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχυστομία Medium diacritics: παχυστομία Low diacritics: παχυστομία Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: pachystomía Transliteration B: pachystomia Transliteration C: pachystomia Beta Code: paxustomi/a

English (LSJ)

v. παχύστομος.

German (Pape)

[Seite 540] ἡ, Dickmänlichkeit, breite, grobe Aussprache, Strab.

Greek Monolingual

ἡ, Α παχύστομος
(ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτηταοὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῦτο συμβαίνον», Στράβ.).