flattering
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός.
flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Fragment).