неполный
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Russian > Greek
ἐνδεής, ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός