γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
συνετός, γνωστός, γνώριμος, εὐκατανόητος, εὔκριτος, αἱρετός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, λευκός, εὐσύνοπτος, σαφής, ἁλώσιμος, εὐαγής