упорный
From LSJ
οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
Russian > Greek
συνεχής, ἀκίνητος, καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος, ἐπίμονος