извращать
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
Russian > Greek
διαστρέφω, ἐκστρέφω, ψευδοποιέω, συκοφαντέω, παρακλίνω, παρκλίνω, στρεβλόω, διαλυμαίνομαι, παραλλάσσω, παραλλάττω, προσδιαστρέφω, παρατρέπω, κακουργέω, μεταστρέφω, παράγω, διαφθείρω, μεταφέρω, περιτρέπω