извращать
From LSJ
Russian > Greek
διαστρέφω, ἐκστρέφω, ψευδοποιέω, συκοφαντέω, παρακλίνω, παρκλίνω, στρεβλόω, διαλυμαίνομαι, παραλλάσσω, παραλλάττω, προσδιαστρέφω, παρατρέπω, κακουργέω, μεταστρέφω, παράγω, διαφθείρω, μεταφέρω, περιτρέπω
διαστρέφω, ἐκστρέφω, ψευδοποιέω, συκοφαντέω, παρακλίνω, παρκλίνω, στρεβλόω, διαλυμαίνομαι, παραλλάσσω, παραλλάττω, προσδιαστρέφω, παρατρέπω, κακουργέω, μεταστρέφω, παράγω, διαφθείρω, μεταφέρω, περιτρέπω