ἀσχολία
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἡ,
A occupation, business, engagement, πρᾶγμαἀσχολίας ὑπέρτερον Pi.I.1.2,cf.Th.1.90,8.72, Pl.Phd.58d; πρᾳότης καὶ ἀ. Lys.6.34; ἀ. καὶ ἀπραγμοσύνη D.21.141; opp. ἡσυχία, Th.1.70; ἐμοί τις ἀ. ἐστίν I have an engagement, Pl.Prt. 335c; δι' ἀσχολίαν because of business, Eub.119.12; later, office, function, BGU1202.3(i B. C.). II want of time or leisure, ἀ. ἄγειν φιλοσοφίας πέρι to have no leisure, for pursuing it, Pl.Phd.66d; ἀ. ἄγειν to be engaged or occupied, Id.Ap.39e; ἀ. ἔχειν πρός τι Plu.Comp. Sol.Publ.2; opp. σχολή, Arist.Pol.1333a35; ἐν ἀσχολίᾳ λέγειν Pl. Tht.172d; ἀ. παρέχειν τινί cause one trouble, X.Cyr.4.3.12; μυρίας . . ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ σῶμα Pl.Phd.66b: c. inf., hinder one from doing, X.Cyr.8.1.13; ἀ. μοι ἦν παρεῖναι I had no time, Antipho6.12; πολλὴν ἀ. ἔχειν τοῦ ἐπιμεληθῆναι X.Mem.1.3.11; τοῦ (prob. for τῷ) εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀ. παρέχει Id.Cyr.8.7.12; ἀ. ἔχει τὸ μὴ [εἰς τὸ] πράττειν τὸ δεόμενον Id.HG6.1.16.
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; περί τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; πρός τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter.