высокомерный
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian > Greek
αἰπεινός, ἀκοινώνατος, ἀκοινώνητος, θρασύς, καρτερός, μεγαλάνωρ, μεγαλεῖος, μεγαλήνωρ, μεγαλόμητις, μέγας, νεόπλουτος, περίφρων, πλεονέκτης, σεμνόστομος, σοβαροβλέφαρος, ὑβριστικός, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρκοπος, ὑπέροπλος, ὑπέροφρυς, ὑπερπετής, ὑπέρφρων, ὑψήγορος, φρονηματίας