сборище
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Russian > Greek
ἐργαστήριον, σύστρεμμα, ἐπισύστασις, συναγελασμός, συνεδρία, συνεδρεία, ἐπισυναγωγή, συναγωγή, συνδρομή, θίασος, σύστασις, συνουσία, λόχος, συστροφή