узкий
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Russian > Greek
ἀκριβής, ἄπλευρος, ἀραιός, ἁραιός, βραχύπορος, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἰσχνός, λαγαρός, λεπτός, στεινόπορος, στεινός, στεινωπός, στενόπορθμος, στενόπορος, στενός, στενωπός