Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
cowardly: P. and V. δειλός, ἄτολμος, V. ἄψυχος; see cowardly.
afraid, fearful: P. περιδεής, περίφοβος, φοβερός.
make (one) nervous: P. ἔκπληξιν παρέχειν τινί.