sheer
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
adjective
precipitous: P. ἀπότομος (Plato), ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. ὑψηλόκρημνος, αἰπύνωτος, ὀκρίς, αἰπύς, αἰπεινός.
a sheer crag: V. λισσὰς πέτρα, ἡ.