Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
P. and V. εὐήθως, Ar. and P. ἀνοήτως, P. μώρως (Xen.); see foolishly.
ridiculously: P. ἀτόπως, γελοίως, καταγελάστως.