ὀκριάομαι

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκρῐάομαι Medium diacritics: ὀκριάομαι Low diacritics: οκριάομαι Capitals: ΟΚΡΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: okriáomai Transliteration B: okriaomai Transliteration C: okriaomai Beta Code: o)kria/omai

English (LSJ)

Pass., (ὄκρις)

   A to be made rough or jagged : metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33 ; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.

Greek Monotonic

ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀκριάομαι, ὄκρις
Pass. to be made rough or jagged: metaph. to be exasperated, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od.