διμερής

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμερής Medium diacritics: διμερής Low diacritics: διμερής Capitals: ΔΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: dimerḗs Transliteration B: dimerēs Transliteration C: dimeris Beta Code: dimerh/s

English (LSJ)

ές,

   A bipartite, of the human body, the brain, etc., Arist.PA667b32, al.; δ. ψυχή Ph.1.523; δ. κλισία J.AJ12.2.12; φιλοσοφία Jul.Or.6.190a. Adv. -ρῶς in two instalments, Jahresh.18 Beibl.23 (Seleucia in Cilicia, ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διμερής: -ές, διαιρούμενος ἢ διῃρημένος εἰς δύο μέρη, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ ἐγκεφάλου, κτλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 5, 5., 3. 7, 2, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γεωπ. 10, 9.

Spanish (DGE)

-ές
1 bipartito, compuesto de dos partes, doble τὰ σώματα ... τῶν ἐναίμων καὶ πορευτικῶν Arist.PA 667b29, τοῦ ἄρρενος αἰδοῖον Arist.HA 493a26, ὁ ἐγκέφαλος Erasistr.289, σπέρματα ref. a semillas de dos cotiledones, Thphr.HP 8.2.2, τῆς γὰρ ψυχῆς ἡμῶν διμεροῦς ὑπαρχούσης καὶ τὸ μὲν λογικὸν τὸ δὲ ἄλογον ἐχούσης siendo en efecto nuestra alma doble al poseer una parte racional y otra irracional Ph.1.523, cf. Placit.4.4.1, δαπάνη ref. a una pers. que era politarca en dos ciu. IMEG 16.8 (imper.), ἡ φιλοσοφία ref. a la división en teórica y práctica, Iul.Or.9.190a, (ποιήματα) Aristid.Quint.52.15
uso predic. en dos grupos o partes διμερῆ τε ἐποίησε τὰ τῶν κλισιῶν dispuso los lechos en dos grupos Aristeas 183, cf. I.AI 12.96
subst. τὸ δ. facción, división Io.Mal.Chron.N.97.712B.
2 adv. -ῶς en dos partes, Jahresh.18.1915 Beibl.23 (Seleucia de Cilicia II d.C.), Gp.10.9.2, Gloss.2.277
en dos plazos, REG 19.1906.246.14 (Afrodisias, imper.).

Greek Monolingual

-ές (AM διμερής)
1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη
2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερώνδιμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη»).

Russian (Dvoretsky)

διμερής: состоящий из двух частей, двудольный (ἐγκέφαλος Arst.).