θαλαμεύτρια
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ,= νυμφεύτρια,
A bridesmaid, Poll.3.41.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ, = νυμφεύτρια, die das Brautgemach, Brautbett Besorgende, Poll. 3, 41.,
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμεύτρια: ἡ, = νυμφεύτρια, παράνυμφος, Πολυδ. Γ΄. 41.
Greek Monolingual
θαλαμεύτρια, ή (Α) θαλαμεύω
αυτή που συνοδεύει τη νύφη, η παράνυμφος.