νυμφεύτρια
English (LSJ)
ἡ,
A she who escorts the bride, bridesmaid, Ar.Ach.1056, Plu.Lyc.15.
2 = προμνήστρια, Lib.Decl.26.13.
II bride, Phot.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
celle qui conduit la fiancée chez l'époux.
Étymologie: νυμφεύω.
German (Pape)
ἡ, die Brautführende, die Brautjungfer; Ar. Ach. 1020; Plut. Lycurg. 15.
Bei Suid. auch ἡ νεόγαμος erkl.
Russian (Dvoretsky)
νυμφεύτρια: ἡ провожающая невесту, подружка невесты Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφεύτρια: ἡ, ἡ συνοδεύουσα τὴν νύμφην, ἡ παράνυμφος, «ἡ συμπεμπομένη ὑπὸ τῶν γονέων τῇ νύμφῃ παράνυμφος» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Πλουτάρχ. Λυκοῦργ. 15· πρβλ. παρανύμφιος. 2) = προμνήστρια, Λιβάν. παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρῳ σελ. 633. ΙΙ. νύμφη, Συνέσ. 158Β, «τινὲς δὲ καὶ αὐτὴν τὴν νύμφην νυμφεύτριαν λέγουσιν» Θωμ. Μάγιστρ. 633· «καὶ ἡ νεόγαμος δὲ καὶ ἡ γαμετὴ» Φώτ.
Greek Monolingual
νυμφεύτρια, ἡ (ΑΜ)
η νύφη
αρχ.
η παράνυμφος, η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού και τήν περιποιούνταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα -τρια (πρβλ. θηρεύτρια)].
Greek Monotonic
νυμφεύτρια: ἡ, παράνυμφος, αυτή που συνοδεύει τη νύφη στον οίκο του γαμπρού, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
νυμφεύτρια, ἡ, [from νυμφευτής
a bride's-maid, Ar.
Translations
matchmaker
Arabic: خَاطِب, خَاطِبَة; Belarusian: сват, свацця; Bulgarian: сватовник, сватовница; Chinese Mandarin: 媒人, 媒妁, 媒婆, 伐柯人; Czech: dohazovač, dohazovačka; Danish: ægteskabsformidler, giftekniv, Kirsten Giftekniv; Dutch: koppelaar, koppelaarster; Estonian: kosjasobitaja; Faroese: hjúnabandsmeklari; Finnish: puhemies, avioliittovälittäjä; French: entremetteur, entremetteuse, marieur, marieuse, apparieur, apparieuse; Gallo: bassadou; Georgian: მაჭანკალი; German: Kuppler, Kupplerin, Ehestifter, Ehestifterin, Heiratsvermittler, Heiratsvermittlerin, Schadchen; Greek: προξενητής, προξενήτρα; Ancient Greek: ἐκγαμιστής, νυμφαγωγός, νυμφεύτρια, ξυναγωγεύς, ὁ τοῦ γάμου συναγωγεύς, προμνήστρια, προμνηστρίς, προμνήστωρ, προξενήτρια, συναγωγεύς; Hebrew: שַׁדְכָן; Icelandic: hjónabandsmiðlari; Japanese: 仲人, 媒酌人, 月下氷人; Kazakh: айттырушы; Khmer: មេអណ្ដើក; Korean: 중매인, 뚜쟁이; Kyrgyz: жуучу; Ladino: kazamentera; Latin: conciliatrix; Lithuanian: piršlys, piršlė; Macedonian: сводник; Norwegian Bokmål: ekteskapsformidler, giftekniv; Nynorsk: ekteskapsformidlar, giftekniv; Polish: swat, swatka; Portuguese: casamenteiro; Russian: сват, сваха, сватья; Serbo-Croatian Cyrillic: сну̀бок; Roman: snùbok; Slovak: dohadzovač, dohadzovačka; Spanish: casamentero, casamentera, alcahuete, alcahueta, celestina; Swedish: äktenskapsmäklare; Thai: แม่สื่อ; Turkish: çöpçatan; Ukrainian: сват, сваха, свашка; Vietnamese: người làm mối, bà mối; Yiddish: שדכן, יענטע