ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Full diacritics: κάκισις | Medium diacritics: κάκισις | Low diacritics: κάκισις | Capitals: ΚΑΚΙΣΙΣ |
Transliteration A: kákisis | Transliteration B: kakisis | Transliteration C: kakisis | Beta Code: ka/kisis |
[ᾰ], εως, ἡ, A blame, ἐν τοῖς διαπραττομένοις Vett.Val.182.20 (pl.).
κάκισις, ἡ (ΑΜ)
κακίζω
μσν.
κακία, οργή
αρχ.
μομφή, κατηγορία.