λογοκλοπία

From LSJ
Revision as of 15:00, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοκλοπία Medium diacritics: λογοκλοπία Low diacritics: λογοκλοπία Capitals: ΛΟΓΟΚΛΟΠΙΑ
Transliteration A: logoklopía Transliteration B: logoklopia Transliteration C: logoklopia Beta Code: logoklopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stealing of another's words or thoughts, plagiarism, attributed to Empedocles by Timae.81.

Greek (Liddell-Scott)

λογοκλοπία: ἡ, (κλέπτω) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.

Greek Monolingual

και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία)
η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο-κλοπία].