παραδιαζεύγνυμι
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A join disjunctively, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον a subdisjunctive proposition, Gell.16.8.14, cf. Gal.Inst.Log.15, al.
German (Pape)
[Seite 476] (s. ζεύγνυμι), neben einander stellen und trennen, vgl. Gell. N. A. 16, 8.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιαζεύγνυμι: συνδέω διαζευκτικῶς, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον, πρότασις διαζευκτική, Gell. 16. 8.
Greek Monolingual
Α
συνδέω διαζευκτικά («ἀξίωμα παραδιεζευγμένον» — διαζευκτική πρόταση, Γέλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαζεύγνυμι].