περίζωσις
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
εως, ἡ, A praecinctus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, die Umgürtung.
Greek (Liddell-Scott)
περίζωσις: -εως, ἡ, τὸ περιζώννυσθαι, κοινῶς «ζώσιμον», περίζωσις σάκκου Ψευδο-Χρυσ. τ. 1, σ. 991Α.