συγκληρία

From LSJ
Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκληρία Medium diacritics: συγκληρία Low diacritics: συγκληρία Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: synklēría Transliteration B: synklēria Transliteration C: sygkliria Beta Code: sugklhri/a

English (LSJ)

ἡ, in pl.,    A connections, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] verbinding, connectie.