σόκκος

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόκκος Medium diacritics: σόκκος Low diacritics: σόκκος Capitals: ΣΟΚΚΟΣ
Transliteration A: sókkos Transliteration B: sokkos Transliteration C: sokkos Beta Code: so/kkos

English (LSJ)

ὁ,

   A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.

Greek (Liddell-Scott)

σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.