Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: σχημᾰτόδεσμος | Medium diacritics: σχηματόδεσμος | Low diacritics: σχηματόδεσμος | Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΔΕΣΜΟΣ |
Transliteration A: schēmatódesmos | Transliteration B: schēmatodesmos | Transliteration C: schimatodesmos | Beta Code: sxhmato/desmos |
ὁ, a kind of A bandage, Orib.45.18.5.
σχηματόδεσμος: ὁ, εἶδος ἰατρικοῦ περιδέσμου, Ὀρειβάσ. σ. 52 Mai.
ὁ, Α
ιατρ. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + δεσμός.