τριχοφόρος

From LSJ
Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοφόρος Medium diacritics: τριχοφόρος Low diacritics: τριχοφόρος Capitals: ΤΡΙΧΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trichophóros Transliteration B: trichophoros Transliteration C: trichoforos Beta Code: trixofo/ros

English (LSJ)

ον,    A bristly, of pigs, Sch.Nic.Th.98, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριχοφόρος: ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος].