χρυσικός

From LSJ
Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσικός Medium diacritics: χρυσικός Low diacritics: χρυσικός Capitals: ΧΡΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: chrysikós Transliteration B: chrysikos Transliteration C: chrysikos Beta Code: xrusiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made in cash: χρυσικά, τά, cash payments, POxy. 136.13 (vi A. D.); χ. στέφανοι PTeb.60.102 (ii B. C.), al.    II = χρύσεος 1.2, μέταλλα Eupolem. ap. Alex.Polyh.Fr.18M.

Greek Monolingual

ο / χρυσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρυσός (Ι)]
νεοελλ.
χρυσοχόος («στ' αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.)
μσν.
1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά
πληρωμή τοις μετρητοίς
αρχ.
κατασκευασμένος από χρυσό.