εἰκονογράφος

From LSJ
Revision as of 15:13, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονογράφος Medium diacritics: εἰκονογράφος Low diacritics: εικονογράφος Capitals: ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: eikonográphos Transliteration B: eikonographos Transliteration C: eikonografos Beta Code: ei)konogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A portraitpainter, Arist.Po.1454b9, Them.Or.24.309b; prob. in IG7.3064 (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 727] ὁ, Bilder-, (Porträt-) Maler, Arist. poet. 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονογράφος: ὁ, ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 15, 11, Θεμίστ. 309Β.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 pintor, retratista, δεῖ μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς εἰκονογράφους Arist.Po.1454b9
trad. de lat. pictor imaginarius, DP 7.9
fig. pintor, creador de imágenes προστάττει τὸν συγγραφέα Μωσέα εἰκονογράφον τῆς κτίσεως γενέσθαι haciendo que el Tabernáculo sea una imagen a pequeña escala del universo, Bas.Sel.M.28.1097C, del propio Dios, Leont.Const.Hom.13.79.
2 fig. descriptor τῆς ἀρετῆς εἰ. de Homero, Them.Or.24.309b.

Greek Monolingual

ο (AM εἰκονογράφος)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ζωγραφίζει εκκλησιαστικές εικόνες
νεοελλ.
αυτός που διακοσμεί έντυπα με εικόνες
αρχ.
προσωπογράφος.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονογράφος: ὁ живописец, портретист Arst.